αγγειολογία

αγγειολογία
Κλάδος της ανατομίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των αρτηριών, των φλεβών και των λεμφαγγείων.
* * *
η (Α ἀγγειολογία)
1. περιγραφή τών αγγείων τού σώματος (βλ. ανατομική)
2. κλάδος τής αρχαιολογίας που ασχολείται ειδικά με τη μελέτη τών σχημάτων τών αγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγείο + -λογία < λέγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγγειολογία — ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc/acc dual ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειολογία — η 1. κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τα αγγεία τέχνης. 2. κλάδος της ανατομίας που εξετάζει τα αγγεία του ανθρώπινου σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγγειολογίας — ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc pl ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγειολογίαν — ἀγγειολογίᾱν , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειολογικός — ή, ό [αγγειολογία] ο σχετικός με την αγγειολογία* …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”