ἀγγειολογία — ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc/acc dual ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγειολογία — η 1. κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τα αγγεία τέχνης. 2. κλάδος της ανατομίας που εξετάζει τα αγγεία του ανθρώπινου σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγγειολογίας — ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc pl ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγειολογίαν — ἀγγειολογίᾱν , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγειολογικός — ή, ό [αγγειολογία] ο σχετικός με την αγγειολογία* … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek